- πρόστητ'
- πρόστητε , προίστημιset beforeaor imperat act 2nd plπρόστητε , προίστημιset beforeaor ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οι — (I) οἴ και, ιων. τ., ὀΐ (Α) επιφών. αχ, αλίμονο («οἴ γώ, φίλοι, πρόστητ ἀναγκαίας τύχης», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένος τ. που εκφράζει πόνο, λύπη, έκπληξη ή φόβο (πρβλ. οϊζύς, οίμοι)]. (II) οἷ και οἷς (Α) (αναφ. επίρρ.) 1. όπου, εκεί όπου, σε … Dictionary of Greek